ατρυπητος

ατρυπητος
    ἀτρύπητος
    ἀ-τρύπητος
    2
    (ῡ) Arst., Plut. = ἄτρητος См. ατρητος 1

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ατρυπητος" в других словарях:

  • ἀτρύπητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρύπητος — η, ο (AM ἀτρύπητος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος 2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα …   Dictionary of Greek

  • ατρύπητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τρυπήθηκε ή δεν μπορεί να τρυπηθεί, ο χωρίς τρύπα: Είχε τα αυτιά ατρύπητα και δεν μπορούσε να βάλει τα σκουλαρίκια που της χάρισαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτρύπητον — ἀτρύπητος masc/fem acc sg ἀτρύπητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρυπήτῳ — ἀτρύπητος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρύπητοι — ἀτρύπητος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»